επταστάδιος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ἑπταστάδιος, -ον (AM)
μήκους επτά σταδίων («ἑπταστάδιος πορθμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταστάδιον
απόσταση επτά σταδίων.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἑπταστάδιος, -ον (AM)
μήκους επτά σταδίων («ἑπταστάδιος πορθμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταστάδιον
απόσταση επτά σταδίων.