ερεισματικός
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
-ή, -ό έρεισμα
αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» — το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές).
επίρρ...
ερεισματικώς
με τρόπο που παρέχει υποστήριγμα.