ερημοπλάνος

From LSJ

Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand

Menander, Monostichoi, 447

Greek Monolingual

ἐρημοπλάνος, -ον (Α)
αυτός που πλανιέται μόνος, στην ερημιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πλάνος.