Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερημοσκόπος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

ἐρημοσκόπος, ὁ (Α)
1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο
2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους
τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σκοπός.