εριήκοος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

ἐριήκοος, -ον (Α)
αυτός που έχει οξεία ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ηκοος (< ακούω)].