εριαχθής
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
ἐριαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) ή έριον + -αχθής (< άχθος)].