ερικλυτός

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source

Greek Monolingual

ἐρικλυτός, -όν (Α)
περίφημος, ξακουστός, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλυτός «ἐνδοξος»].