ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρματοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατοαρχ.1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)2. μέσ. ἑρματίζομαια) ισορροπῶβ) παίρνω κάτι ως στήριγμα.