ερυθροκάρδιος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
ἐρυθροκάρδιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη ψίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -καρδιος < καρδία].
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ἐρυθροκάρδιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη ψίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -καρδιος < καρδία].