ερυθρόπους

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

ἐρυθρόπους, -ουν (Α)
1. (για πτηνά) αυτός που έχει ερυθρά πόδια, ο κοκκινοπόδαρος
2. είδος υδρόβιου πτηνού, πιθ. ακτίτις η υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πους].