ερυθρόπους

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ἐρυθρόπους, -ουν (Α)
1. (για πτηνά) αυτός που έχει ερυθρά πόδια, ο κοκκινοπόδαρος
2. είδος υδρόβιου πτηνού, πιθ. ακτίτις η υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πους].