ἐρυθρόπους

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόπους Medium diacritics: ἐρυθρόπους Low diacritics: ερυθρόπους Capitals: ΕΡΥΘΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: erythrópous Transliteration B: erythropous Transliteration C: erythropous Beta Code: e)ruqro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν,
A redfooted, πελειάς Arist.HA544b4.
II a bird, prob. the redshank, Totanus calidris, Ar.Av.303.

German (Pape)

[Seite 1036] ποδος, neutr. -πουν, rothfüßig, Arist. H. A. 5, 13; – bei Ar. Av. 303 ein Vogel.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθρόπους: IIкрасноножка (птица) Arph.
2, gen. ποδος красноногий, с красными лапами (ἡ πελειάς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ἔχων ἐρυθροὺς πόδας, πελειὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 3. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 303, εἶδος πτηνοῦ ἐνύδρου (ἴσως τὸ totanus calidris).

Greek Monolingual

ἐρυθρόπους, -ουν (Α)
1. (για πτηνά) αυτός που έχει ερυθρά πόδια, ο κοκκινοπόδαρος
2. είδος υδρόβιου πτηνού, πιθ. ακτίτις η υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πους].

Greek Monotonic

ἐρυθρόπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει κόκκινα πόδια· είδος ένυδρου πτηνού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

red-footed:—name of a bird, the redshank, Ar.