ερυθρόφυλλος
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐρυθρόφυλλος, -ον)
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει κόκκινα φύλλα ή πέταλα («ῥόδον ἐρυθρόφυλλον», Κ. Μανασσ.).