ερωτικοθέλημα

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ἐρωτικοθέλημα, τὸ (Μ)
ερωτική επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + θέλημα.