ερωτικοκόρη

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

ἐρωτικοκόρη, ἡ (Μ)
αγαπημένη, ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + κόρη.