εσπερίτης

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

ἑσπερίτης, ὁ (θηλ. ἑσπερῖτις) (Α) εσπέρα
αυτός που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἑσπερῖτις χώρα»).