ἑσπερίτης

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερίτης: -ου, ὁ, θηλ. ἑσπερῖτις, ιδος, δυσμικός, Σουΐδ. ἑσπερόθεν, Ἐπίρρ., ἐκ δυσμῶν, Ἄρατ. 891.