ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ἐσχατογέρων, ὁ (Α)ο εσχατόγηρως, ο υπέργηρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γέρων.