εσχατογέρων

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ἐσχατογέρων, ὁ (Α)
ο εσχατόγηρως, ο υπέργηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γέρων.