εσχατόγηρος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, -ων και ἐσχατόγηρος, -ον και ἐσχατογέρων, ὁ)
αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -γηρως (ή -γηρος) < γήρας (πρβλ. αγήρως, ευγήρως)].