εσωκλείω

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

κλείνω μέσα σε κάτι, ιδίως σε επιστολή, σε φάκελο («σού εσώκλεισα 100 δραχμές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].