εσωστρεφής

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός του οποίου τα ενδιαφέροντα και οι συγκινήσεις στρέφονται προς τον εσωτερικό του κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -στρεφής (< στρέφω)
πρβλ. εξωστρεφής].