ετοιμοδώρητος

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

ἑτοιμοδώρητος, -ον (Μ)
1. ο έτοιμος, ο πρόθυμος σε δωρεές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοδώρητον
η εκούσια, η πρόθυμη προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δωρητός.