ετοιμοδώρητος

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

ἑτοιμοδώρητος, -ον (Μ)
1. ο έτοιμος, ο πρόθυμος σε δωρεές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοδώρητον
η εκούσια, η πρόθυμη προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δωρητός.