δωρητός

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωρητός Medium diacritics: δωρητός Low diacritics: δωρητός Capitals: ΔΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dōrētós Transliteration B: dōrētos Transliteration C: doritos Beta Code: dwrhto/s

English (LSJ)

δωρητόν, of persons,
A open to gifts or presents, Il.9.526.
II of things, freely given, δ., οὐκ αἰτητόν S. OT384, cf. Plu.Cor.16.

Spanish (DGE)

-όν
1 de pers. sensible al regalo, que se doblega o cambia de actitud ante un regalo δωρητοί τε πέλοντο Il.9.526.
2 de cosas y abstr. regalado, dado como regalo ἀρχή S.OT 384, σῖτος Plu.Cor.16, καὶ εἰ δωρητὸν τὸ πρᾶγμα μᾶλλον ἢ κτητόν aunque sea algo recibido más que adquirido Longin.9.1.

German (Pape)

[Seite 695] adject. verb. von δωρέω: – 1) beschenkbar; Hom. einmal, Iliad. 9, 526 δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ' ἐπέεσσιν, sie nahmen Geschenke und ließen sich überreden. – 21 geschenkt; Soph. O. R. 384; Plut. Cor. 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 donné en présent;
2 que l'on peut fléchir par des présents.
Étymologie: δωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωρητός -όν [δωρέω] van personen geschenken accepterend, met geschenken gunstig te stemmen: δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ’ ἐπέεσσι zij waren gunstig te stemmen met geschenken en te vermurwen met woorden Il. 9.526 van zaken gegeven, geschonken:. δωρητόν, οὐκ αἰτητόν geschonken, zonder dat erom was gevraagd Soph. OT 384.

Russian (Dvoretsky)

δωρητός:
1 которого можно смягчить дарами: δωρητοὶ πέλοντο παράρρητοί τ᾽ ἐπέσσιν Hom. они принимали дары и поддавались уговорам;
2 принесенный в дар, дарованный (sc. ἀρχή Soph.; σῖτος Plut.).

English (Autenrieth)

open to gifts, reconcilable, Il. 9.526†.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δωρητός, -ή, -όν)
αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν»)
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει
αρχ.
αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται.

Greek Monotonic

δωρητός: -όν,
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δέχεται προσφορές ή δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτό που παραχωρείται ελεύθερα, χαρισμένος, σε Σοφ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δωρητός: -όν, ἐπὶ προσώπων, δεχόμενος δῶρα, δωροδόκος, Ἰλ. Ι. 526. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐλευθέρως, δωρεὰν δεδομένος, Σοφ. Ο. Τ. 384, Πλούτ. Κορ. 16.

Middle Liddell

δωρητός, όν [from δωρέω
I. of persons, open to gifts or presents, Il.
II. of things, freely given, Soph., Plut.