δωρητός
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
δωρητόν, of persons,
A open to gifts or presents, Il.9.526.
II of things, freely given, δ., οὐκ αἰτητόν S. OT384, cf. Plu.Cor.16.
Spanish (DGE)
-όν
1 de pers. sensible al regalo, que se doblega o cambia de actitud ante un regalo δωρητοί τε πέλοντο Il.9.526.
2 de cosas y abstr. regalado, dado como regalo ἀρχή S.OT 384, σῖτος Plu.Cor.16, καὶ εἰ δωρητὸν τὸ πρᾶγμα μᾶλλον ἢ κτητόν aunque sea algo recibido más que adquirido Longin.9.1.
German (Pape)
[Seite 695] adject. verb. von δωρέω: – 1) beschenkbar; Hom. einmal, Iliad. 9, 526 δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ' ἐπέεσσιν, sie nahmen Geschenke und ließen sich überreden. – 21 geschenkt; Soph. O. R. 384; Plut. Cor. 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 donné en présent;
2 que l'on peut fléchir par des présents.
Étymologie: δωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωρητός -όν [δωρέω] van personen geschenken accepterend, met geschenken gunstig te stemmen: δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ’ ἐπέεσσι zij waren gunstig te stemmen met geschenken en te vermurwen met woorden Il. 9.526 van zaken gegeven, geschonken:. δωρητόν, οὐκ αἰτητόν geschonken, zonder dat erom was gevraagd Soph. OT 384.
Russian (Dvoretsky)
δωρητός:
1 которого можно смягчить дарами: δωρητοὶ πέλοντο παράρρητοί τ᾽ ἐπέσσιν Hom. они принимали дары и поддавались уговорам;
2 принесенный в дар, дарованный (sc. ἀρχή Soph.; σῖτος Plut.).
English (Autenrieth)
open to gifts, reconcilable, Il. 9.526†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δωρητός, -ή, -όν)
αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν»)
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει
αρχ.
αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται.
Greek Monotonic
δωρητός: -όν,
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δέχεται προσφορές ή δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτό που παραχωρείται ελεύθερα, χαρισμένος, σε Σοφ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
δωρητός: -όν, ἐπὶ προσώπων, δεχόμενος δῶρα, δωροδόκος, Ἰλ. Ι. 526. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐλευθέρως, δωρεὰν δεδομένος, Σοφ. Ο. Τ. 384, Πλούτ. Κορ. 16.
Middle Liddell
δωρητός, όν [from δωρέω
I. of persons, open to gifts or presents, Il.
II. of things, freely given, Soph., Plut.