ετοιμοκοπία

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek Monolingual

ἑτοιμοκοπία και ιων. τ. ἑτοιμοκοπίη, ἡ (Α)
εκούσιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -κοπία (< κόπος)].