ευάξιος

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

εὐάξιος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος, αξιόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άξιος].