χρυσάρματος
English (LSJ)
χρυσάρματον,
A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19.
II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.
German (Pape)
[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au char d'or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσάρμᾰτος: восседающий или едущий на золотой колеснице (Μήνη, Αἰακίδαι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.
English (Slater)
χρῡσάρματος, -ον with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χρυσό άρμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος
προσωνυμία της Σελήνης
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι
σώμα της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), πρβλ. χαλκάρματος].
Greek Monotonic
χρῡσάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό άρμα, σε Πίνδ.