γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
εὐέλεγκτος, -ον (Α)1. αυτός που ελέγχεται, που αναιρείται εύκολα2. αυτός που δοκιμάζεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελεγκτός (< ελέγχω)].