ευέλεγκτος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

εὐέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που ελέγχεται, που αναιρείται εύκολα
2. αυτός που δοκιμάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελεγκτός (< ελέγχω)].