ευήνεμος

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐήνεμος, -ον
Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, -ον)
(για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμοςλιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)
αρχ.
1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο
2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος»)
3. (ως επίθ. του Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνεμος. Το -η- () λόγω της συνθέσεως].