ευήρετμος
From LSJ
εὐήρετμος, -ον (Α)
1. ο καλά προσαρμοσμένος στο κουπί («εὐήρετμος σκαλμός», Αισχύλ.)
2. (για πλοίο) αυτός που κωπηλατείται καλά («εὐήρετμος ναῦς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερετ-μόν «κουπί» (από την ίδια ρίζα με το ερέτης «κωπηλάτης»). Το -η- λόγω της συνθέσεως].