ευδιάλυτος
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλυτος, -ον)
αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται
νεοελλ.
1. (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή ποσότητα κάποιου διαλυτικού υγρού
2. το ουδ. ως ουσ. το ευδιάλυτο
η ευδιαλυτότητα
αρχ.
1. (για παγίδα) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», Στράβ.)
2. αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν τότε εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)
3. (για τροφή) εύπεπτος
4. αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ευδιαλύομαι].