ευελπιστώ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

(Μ εὐελπιστῶ, -έω) ευέλπιστος
τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό.