πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
εὐέλπιστος, -ον (Μ)
ο γεμάτος ελπίδα.
επίρρ...
εὐελπίστως
με καλές ελπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπιστός (< ελπίζω)].