ευθυκρισία

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

η
η ορθή κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -κρισία (< κρίση)].