ευκολοκατόρθωτος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κατορθώνεται, που πραγματοποιείται εύκολα.