Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
εύκολος
1. καθιστώ κάτι εύκολο
2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω
3. μέσ. ευκολύνομαι
έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω»).