ευκολύνω

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

εύκολος
1. καθιστώ κάτι εύκολο
2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω
3. μέσ. ευκολύνομαι
έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω»).