ευκολύνω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

εύκολος
1. καθιστώ κάτι εύκολο
2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω
3. μέσ. ευκολύνομαι
έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω»).