ευλυτώ

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

εὐλυτῶ, -έω (Α) (Μ εὐλυτόω)
εύλυτος
(για κακό, δυσχέρειες, χρέη κ.λπ.) απαλλάσσω, απελευθερώνω, γλυτώνω κάποιον από κάτι.