ευπρόσοδος

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσοδος, -ον)
(για τόπους) αυτός προς τον οποίο είναι εύκολη η πρόσβαση, ο ευπρόσιτος
αρχ.
1. (για πρόσ.) ευπρόσιτος, ευπροσήγορος, καταδεκτικός
2. ενεργ. αυτός που πλησιάζει εύκολα, ο ευάγωγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρόσ-οδος].