ευρετική

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

η
βλ. ευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ευρετικός].