πυκνονεφής
From LSJ
English (LSJ)
πυκνονεφές, covered with thick clouds, Sch.Arat.412.
Greek Monolingual
-ές, Α
καλυμμένος με πυκνά νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ερυθρονεφής].
Full diacritics: πυκνονεφής | Medium diacritics: πυκνονεφής | Low diacritics: πυκνονεφής | Capitals: ΠΥΚΝΟΝΕΦΗΣ |
Transliteration A: pyknonephḗs | Transliteration B: pyknonephēs | Transliteration C: pyknonefis | Beta Code: puknonefh/s |
πυκνονεφές, covered with thick clouds, Sch.Arat.412.
-ές, Α
καλυμμένος με πυκνά νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ερυθρονεφής].