ευρύφωνος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

εὐρύφωνος, -ον (Μ)
αυτός που ηχεί δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, εύφωνος].