ευρύφωνος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

εὐρύφωνος, -ον (Μ)
αυτός που ηχεί δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, εύφωνος].