Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
εὐρύφωνος, -ον (Μ)αυτός που ηχεί δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, εύφωνος].