ευφαής

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

εὐφαής, -ές (ΑΜ)
αυτός που λάμπει πολύ, ο πολύ λαμπρός, ο πολύ φωτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φαής (< φάος «φως»)].