εφέσιμος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐφέσιμος, -ον) έφεσις
1. αυτός που υπόκειται σε έφεση
2. φρ. «εφέσιμη απόφαση» — η απόφαση που μπορεί να εφεσιβληθεί
αρχ.
προσιτός.