ἐφέσιμος
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
δίκη, ἡ, suit
A appealable, in which there was the right of appeal (ἔφεσις) to another court, Poll.8.62, Gal.10.19, Luc.Pr.Im.15; γνῶσις ἐφέσιμος D. 7.9; κρίσις Arist.Ath.45.2; τὰ ἐφέσιμα D.C.52.33.
II (ἐφίεμαι) accessible, μὴ πᾶσιν ἀλλ' ἑνὶ τὴν ἀρχὴν ἐφέσιμον εἶναι J.AJ19.4.3.
German (Pape)
[Seite 1115] zur ἔφεσις gehörig, γνῶσις, eine Entscheidung, von der an eine andere Instanz appellirt wird, Dem. 7, 9; δίκη, ein Prozess, bei dem eine Appellation stattfindet, Luc. pro imag. 15; κρίσις Poll. 8, 125.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on appelle devant une autre juridiction : ἐφέσιμος δίκη LUC, γνῶσις ἐφέσιμος DÉM procès en appel.
Étymologie: ἐφίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέσιμος: юр. апелляционный, допускающий апелляцию (δίκη Arst., Luc.; γνῶσις Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέσιμος: δίκη, ἡ, δίκη ἐν ᾗ εἶχέ τις τὸ δικαίωμα νὰ κάμῃ ἔφεσιν εἰς ἄλλο δικαστήριον, οὐ κυρία δὲ ἡ κρίσις (τῆς βουλῆς), ἀλλ’ ἐφέσιμος εἰς τὸ δικαστήριον Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. XLV. 2 (σ. 65), ἔκδ. Blass, Λουκ. Εἰκόν. 15· οὕτω, γνῶσις ἐφ. Δημ. 78. 28, Πολυδ. Η΄, 63. 125, Γαλην. τ. 10, σ. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐφέσιμος, -ον) έφεσις
1. αυτός που υπόκειται σε έφεση
2. φρ. «εφέσιμη απόφαση» — η απόφαση που μπορεί να εφεσιβληθεί
αρχ.
προσιτός.
Middle Liddell
ἐφέσιμος, δίκη, ἡ,
δίκη, a suit in which there was the right of appeal, Dem. [from ἔφεσις
Translations
appealable
French: susceptible de recours, appelable, susceptible d'appel; German: beschwerdefähig; Greek: εφέσιμος; Ancient Greek: ἐφέσιμος; Italian: appellabile; Manx: aachlashtynagh; Portuguese: apelável; Vietnamese: cặc