ἐφίμερος, -ον (Α)επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός («ἡ τέκνων ὄψις ἐφίμερος προσλεύσσειν ἐμοί», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵμερος «ποθητός»].