εφεδρικός

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφεδρεία ή στον έφεδρο, ο διαθέσιμος να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης («εφεδρικά στρατεύματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].