εφημεριδοθήκη

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

η
θήκη εφημερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, -ίδος + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλόκαλος Πηνελόπη].