εφτατόμαρος

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει γίνει με επτά δέρματα, που αποτελείται από εφτά τομάρια («δυνατότερο από την εφτατόμαρη ασπίδα του Αίαντα», Καρκβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + τομάρι].