τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἐχθροδαίμων, -ον (Α)αυτός που μισείται από τους θεούς, ο θεομίσητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + δαίμων.