εχθροδαίμων

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

ἐχθροδαίμων, -ον (Α)
αυτός που μισείται από τους θεούς, ο θεομίσητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + δαίμων.