εϋκρήπις

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐϋκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία κρηπίδα, ισχυρή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κρηπίς.