εύζυμος

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

εὔζυμος, -ον (ΑΜ)
ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ζυμος (< ζύμη), πρβλ. άζυμος].