κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.)2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).